-
1 χώμα
τό1) земля, почва; грунт;έπεσε κάτω στο χώμα — он упал на землю;
τον εκύλισε στο χώμα — он повалил его на землю;
2) пыль;τα ρούχα σου είναι όλο χώματα одежда твоя вся в пыли; 3) прах;§ τον έφαγε το μαύρο χώμα — его поглотила земля; — он умер;
έφαγε η πλάτη του χώμα — его положили на обе лопатки (в борьбе)
См. также в других словарях:
χώμα — το / χῶμα, ώματος, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χούμα Ν το από λεπτά κοκκία αποτελούμενο εύθρυπτο έδαφος νεοελλ. 1. σκόνη («ο αέρας γέμισε χώμα τα παράθυρα») 2. έδαφος («έπεσε από ψηλά στο χώμα») 3. γη, τόπος («το άγιο χώμα τής πατρίδας») 4. φρ. α) «έφαγε η … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek